Τετρακόσια χρόνια σκλάβοι καίει σπίθα μιας φωτιάς τη φροντίζει στο σκοτάδι πρώτος ο Καραμπελιάς. Χίλια τόσα παλικάρια με το χέρι στην καρδιά καρτερούν κρυφά τα βράδια το δικό του πρόσταγμα. Παίρνει φωτιά η Μολδαβία το αίμα σκέπασε τη γη νέων παιδιών αυτοθυσία έμεινε ανεπανάληπτη. Πιάσαν το Μπελιά το Θανάση στης Ροδόπης τα στενά αναστέναξε η Θράκη δάκρυσε η Γκύμπραινα. Με το στήθος ματωμένο μα αγέρωχη θωριά χειροπόδαρα δεμένο μεσΆ απΆ την Κορνοφωλιά. ¶ναψε ένα κερί στον ¶η μανούλα μου γλυκιά μην κλαίς πάντα η λευτεριά χρωστάει πάντα πληρώνει με ζωές. Πάω να βρω τον Καραγιάννη κάποια αμούστακα παιδιά πού ΅πεσαν στο Δραγατσάνι κράζοντας «ελευθεριά». Η ανδρεία και η νιότη θα ΅βρουν στην Αδριανού την ψυχή Κορνοφωλιώτη και του γένους δάσκαλου. Η γκιλοτίνα, η αγχόνη, τα σίδερα της φυλακής βαριά, μα τα σηκώνουν μόνοι όλοι οι γενναίοι, όπου γης. Σημείωση: Γραμμένο στη μουσική του τραγουδιού «Ο Σταμούλης ο Λοχίας»