Στα χρόνια τα πολύ παλιά και στην τουρκοκρατία έμοιαζε η Κορνοφωλιά μεγάλη πολιτεία. Παντοπωλεία, γιαχανά μύλο, καροποιεία μπεζάζκα, ρακοκάζανα φούρνους, σιδηρουργεία. Όσοι κι αν μείναμε λίγοι νέοι, γέροι και παιδιά θα την κάνουμε να γίνει πιο τρανή από παλιά. Πλημμύριζαν την αγορά στο δρόμο και στο χάνι κόσμος απΆ τα περίχωρα για ψώνια και σεργιάνι. Σπίτια πολλά διώροφα με σάλες και κελάρια για τα κουκούλια απλόχωρα τα ζώα, τα σιτάρια. Όσοι κι αν μείναμε λίγοι νέοι, γέροι και παιδιά θα την κάνουμε να γίνει πιο τρανή από παλιά. Βογκούν τα σπίτια από παιδιά ζώα η αυλή γεμάτη κάθε δασκέλι και μουριά και μουσμουλιά στο φράχτη. Κατσίκια ο Μάλιος χουριανκά ο Μαύρος τα βουβάλια παιδιά εμείς τις Κυριακές ζευγάρια στα φουκάλια. Όσοι κι αν μείναμε λίγοι νέοι, γέροι και παιδιά θα την κάνουμε να γίνει πιο τρανή από παλιά. Σαν ποιους να πρωτοθυμηθώ Ντάρα, Μίτο και Λάκη το γραφικό το δάσκαλο τον πάππο – Νικολάκη. Το Σιάσιο, το Χριστόδουλο Χριστούδη, Ζαχαρία Το Ράπτη, τον καλόγερο Τον Στάμο τον Αντρία. Στα κοινοτικά τα νέα δίνει ο Κόντσουλας φωνή κι όλο λέει τελευταία «μην πείτι πως δεν άκσαμι». Όσοι παππούδες είχανε την τσέπη πάντα άδεια τα γηρατειά τους σέρνανε στην πέκια για μασάλια. Έκοβαν ζάφκες για τρανές παλικαριές στα νιάτα για κατορθώματα του χθες αγύριστα, φευγάτα. Όλοι εμείς και πόσοι άλλοι με τον άγιο μαζί προσευχή λέμε μεγάλη η Κορνοφωλιά να ζεί. Σημείωση: Γραμμένο στη μουσική του τραγουδιού «Ο φρούραρχος της Καστοριάς» από τον κ. Σταυρόπουλο Ιωάννη του Σταύρου.