Κορνοφωλιά - Αρχαιολογικά ευρήματα Κορνοφωλιά - Αεροφωτογραφία Καιρός
  Αρχή σελίδας » Κατάλογος » Λεξικό ... Ορισμός Αρχικής Σελίδας  |  Προσθήκη στα Αγαπημένα
    - Λίγα λόγια
    - Επικοινωνία
    Νέα
    Ανακοινώσεις
    Το ΒΗΜΑ του Κορνοφωλιώτη
    Γενικά στοιχεία
    Πολιτιστικός Σύλογος
    Ιππικός Όμιλος Κορνοφωλιάς
    Αρχαιολογικά ευρήματα
    Τοπωνύμια
    Εκκλησία
    Μοναστήρι
    Ποδοσφαιρική Ομάδα
    Καφενεία
    Ταβέρνες
    Τόποι αναψυχής
    Καλλιέργιες
    Έβρος ποταμός
    Τραγούδια για την Κορνοφωλιά
    Βιβλιογραφία
    Λεξικό ...
    Χρήσιμα τηλέφωνα
    Σ - ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΩΤΙΚΑ κατά του Γκαμανούδ Σωκράτη Παπαδόπουλο



    σ΄ιντίζου-σίντσα = αγανακτώ
    σ΄ντσα = αγανάκτησα, βαρέθηκα
    σαβουρντώ-ρντηξα = πετώ
    σάζ = βούρλο
    σαϊάς = στάνη σκεπασμένη με σάζια(βούρλα)
    σαΐτα = φίδι, εξάρτημα αργαλειού, βέλος τόξου
    σακάρς = αυτός που έχει μια τούφα μαλλιά με διαφορετικό χρώμα
    σάλιαρους = σαλίγκαρος
    σαλίκα = πολύ αρμυρό
    σαλντώ-σάλ-τσα = ορμώ
    σαλούδα = μικρή σάλα
    σαμ = σουσάμι
    σαμαρώνου-ουσα = βάζω το σαμάρι
    σαμόλαδου = σησαμέλαιο
    σαντέφ = ελεφαντόδοντο
    σαπλαντίζου-τσα = μαχαιρώνω στην κοιλιά
    σατ΄ρ = ειδικό μαχαίρι(εργαλείο) για τα φύλλα της μουριάς
    σατς = πέτρα για λαλαγκίτες
    σβάραχνα (τα σβάραχνα) = τα βράγχια των ψαριών
    σβάρνα = γεωργικό εργαλείο
    σβαρνίζου = καλλιεργώ με σβάρνα ένα χωράφι
    σγιαν = χαράμι
    σγκουραφίδα = ψάρι του γλυκού νερού, σαν την αντίστοιχη δράκαινα-colitis taenia
    σέβα = μπες μέσα
    σιαιάκ = χοντρό μαύρο ύφασμα
    σιαλβάρ = είδος ενδύματος
    σιάπκα = καπέλο
    σιάρβα = βρωμιά, βρωμιάρα γυναίκα
    σιαρβιασμένους = πολύ λερωμένος
    σιασκίντς = χαζούλης
    σιγκούν = είδος ενδύματος
    σιμίτ = ρεβυθένιο παραδοσιακό ψωμί 
    σινιαρίζου-ρσα = ευπρεπίζω, περιποιούμαι την εμφάνιση
    σινιουρίζουμι-ρίσκα = κουρντίζω κάποιον,τον κοροϊδεύω, συνήθως με δόση ζήλιας
    σ-ι-ντίζ = στάζει λίγο, βγάζει κάποιο υγρό, δεν είναι στεγανό
    σιόσια(τ΄) = ο δημόσιος δρόμος
    σιουλτές = το πάπλωμα
    σιουμπώ-σα = βάζω ξύλα στη φωτιά
    σιουντίζου = αγανακτώ (μεταβατικό και αμετάβατο)
    σιουπάρ = νεανίας δώδεκα έως 16 ετών περίπου
    σιουρίζου = σφυρίζω
    σιουρμπέτ = το σερμπέτι=νερό με ζάχαρη που τρώγοντας στο θέρος
    σιστιαφέρου = ηχηρό χαστούκι
    σιτφινίκ = απολυμαντικό καφέ υγρό που βάζανε στιςπληγές ζώων.
    σκαλνώ-σα = σκαλίζω
    σκαλστήρ και σκλατσήρ = σκαλιστήρι
    σκαμνούδ = μικρό σκαμνάκι
    σκάμνους = ξύλινη σκάλα με αντιστήριξη
    σκαρκάλ = ακρίδα
    σκατουμπόμπουλας = κολεόπτερο που αποθηκεύει ζωοκόπρανα σε σβώλους για τροφή
    σκαφίδ = σκάφη ζυμώματος
    σκάφτου-έσκαψα = σκάβω
    σκεπός = κεραμοσκέπαστη στοά αμπουράς μπροστά σε σπίτι
    σκίσματα = αποξηραμένοι φαγώσιμοι καρποί
    σκλαντζήθρα = σπίθα
    σκλαστήρ = σκαλιστήρι
    σκλήκ = σκουλήκι
    σκλίδα = σκελίδα
    σκλίθρου = σημύδα, παρυδάτιο δέντρο
    σκλούδ = σκυλάκι
    σκλόψουμου = ψωμί για σκυλιά
    σκούζου-έσκουξα = φωνάζω δυνατά σα ζώο
    σκουμπόνουμι-ώθκα = ανασκουμπώνομαι, μαζεύω πάνω τα μανίκια
    σκρα = καμένη καπνιά καμινάδας
    σκύβαλα (τα) = ανάμεικτοι ξεδιαλεγμένοι σπόροι διαλογής  και σπόροι ζιζανίων
    σλιαρ = στυλιάρι
    σλιαφαρώνου-ουσα = σφαλιαρίζω κάποιον
    σμπρουχτήρ = φτυάρι για σπρώξιμο των καρπών
    σναπ = σινάπι
    σνι = μεγάλο ταψί για κόλυβα
    σνικ = μονάδα μέτρησης σιτηρών ισοδύναμη με ένα τενεκέ περίπου
    σοπ = καταιωνιστήρας ποτιστηριού
    σουβάτ = αβαθές παρέβριο σημείο με αμμουδιά
    σούζαλο-λα = χοντρό σκουπίδι φυτικής προέλευσης, συνήθως 
    σουμούν = μεγάλο χωριάτικο ζυμωτό ψωμί
    σουρβιά = το δέντρο η σουρβιά, η αρχαία όα
    σουρίκια = χοντρά ξύλινα πλαϊνά αμάξης από κορμούς ξια μεγάλα φορτία
    σούρμπα-παίρνω σούρμπα = έκφραση=παίρνω στη σειρά αδιάκριτα
    σουρναρίζου = περπατώ χύνοντας απρόσεκτα κάποιο υγρό που κάνει γραμμή
    σουρναρσιά = λεπτή βρεγμένη γραμμή από υγρό
    σουφράς = σοφάς
    σουφρώνου = κλέβω
    σπλινί = εξάρτημα μηχανισμού ασφάλιστρου ξυλόπορτας
    σπουδιόμι-ήθκα = σκοντάφτω
    σπουλάτ = δόξα τω Θεώ, 
    σπουρά  = το σπάρσιμο, επί εκτάσεως 1 σπουρά=250 τμ
    σπριτούδ = σπουργιτάκι
    σταλίζου = πάω τα πρόβατα στο στάλο
    στάλισμα = η μεσημεριανή ανάπαυση των προβάτων
    στάλους = εξοχικός σκιερός χώρος μεσημεριανής ανάπαυσης προβάτων
    στάμνα = στάμνα
    στιμπέτς = αιμοστατικό στο ξύρισμα, υλικό συνάφειας γυαλιού-τενεκέ
    στιφιασμένους = γαριασμένος
    στμον = νήμα αργαλειού στο μήκος, για ύφανση 
    στουμπίζου = λιώνω κάτι με το στούμπο, πολτοποιώ, θρυματίζω με το στούμπο
    στούμπους = γουδοχέρι, μτφ κοντός άνθρωπος
    στουπώνου = παραγεμίζω υπέρμετρα κάτι μέχρι να βουλώσει, μέχρι σκασμού..
    στραπέτς = πολύ ξινό
    στρέβλα = μας έχ στρέβλα=μας ζορίζει, δε μας αφήνει σε χλωρό κλαρί.
    στρέκλους = ενοχλητικός τάβανος ζώων, αεικίνητος άνθρωπος
    στρέου-έστρεξα = συμφωνώ
    στριπουδόντς = τρυποκάρυδος
    στφάζου-στίφαξα = ξάζω το μαλλί προβάτου, πίνω μονορούφι ένα ποτό
    στφος = ξινός
    συγκαθίζου-θσα = χορεύω 
    συγκαθστός = χορός συγκαθιστός
    συγκραβέτς = παγωμένοι μυτεροί κόκοι βροχής, υπερπαγωμένο χιόνι
    σύγκρυου = ανατριχίλα
    συλλουιόμι-ήθκα = σκέφτομαι
    συνιουρίζουμι-ρίσκα = παραβγαίνω με κάποιον, αντιδικώ, συναγωνίζομαι από ζήλια
    σύνουρου και σύνουρους = το σύνορο, το φυσικό χώρισμα δυο χωραφιών
    συντράβλιστου = σιδερένιο εργαλείο για ανακάτεμα της φωτιάς φούρνου
    σύχλουρους = ημίχλωρος
    σφαγιό = οξύς τοπικός μυικός πόνος
    σφουγγίζουμι-ίσκα = σκουπίζομαι
    σφουντήλ = σφόνδυλος, αντίβαρο αδραχτιού
    σχώργιου = τα κόλυβα