Κορνοφωλιά - Αρχαιολογικά ευρήματα Κορνοφωλιά - Αεροφωτογραφία Καιρός
  Αρχή σελίδας » Κατάλογος » Λεξικό ... Ορισμός Αρχικής Σελίδας  |  Προσθήκη στα Αγαπημένα
    - Λίγα λόγια
    - Επικοινωνία
    Νέα
    Ανακοινώσεις
    Το ΒΗΜΑ του Κορνοφωλιώτη
    Γενικά στοιχεία
    Πολιτιστικός Σύλογος
    Ιππικός Όμιλος Κορνοφωλιάς
    Αρχαιολογικά ευρήματα
    Τοπωνύμια
    Εκκλησία
    Μοναστήρι
    Ποδοσφαιρική Ομάδα
    Καφενεία
    Ταβέρνες
    Τόποι αναψυχής
    Καλλιέργιες
    Έβρος ποταμός
    Τραγούδια για την Κορνοφωλιά
    Βιβλιογραφία
    Λεξικό ...
    Χρήσιμα τηλέφωνα
    Ν - ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΩΤΙΚΑ κατά του Γκαμανούδ Σωκράτη Παπαδόπουλο



    νειριάζουμι = ονειρεύομαι
    νήλιους = ήλιος
    νησκός = νηστικός
    νήσκους = ίσκιος
    νιανιάτς = υδαρό, άπηχτο
    νικλησσιάσια = τα ανήκοντα στην εκκλησία
    νιρό = νερό
    νιρόκουντα = πυώδης εστία μετά πό είσοδο αγκίδας και βρέξιμο του δέρματος
    νιρουπάπαλ = μισολειωμένο χιόνι
    νιρουφιρίδ = αυτό που φέρνει το νερό, μτφ. παρακατιανό, ξενόφερτος
    νιχπέτς = τεμπέλης, βαρυεστημένος
    νουρά = ουρά
    ντάβανους = τάβανος
    νταβραντζμένους = γεροδεμένος
    ντάγκα = αρχή γρίπης
    νταϊαντώ-ντσα = ακουμπώ, στηρίζω
    νταϊρές = λαϊκό μουσικό όργανο, τουμπερλέκι
    νταλακιασμένους = σκασμένος στη δίψα
    νταλντώ-ντσα = μπαίνω στο νερό. μτφ αποτολμώ
    νταμ = αποθήκη ζώων
    ντάμκα = τελεία, στίγμα
    ντανάδα = θηλυκιά έφηβη αγελάδα
    νταντανίζου = διαμαρτύρομαι με μουρμουρητά
    νταούλ = νταούλι, σύνεργο ψαρέματος,μτφ πρόβατο,φουσκωμένη κοιλιά
    ντερλικώνω-ωσα = τρώω του σκασμού
    ντιβιρντώ = αναποδογυρίζω
    ντικτώ = αναποδογυρίζω
    ντιλιμπάσκου = φιλάσθενο
    ντίμπιντιου = εντελώς
    ντιντές = φορτικός,βαρετός, μτφ βρυκόλακας
    ντιξνέρ = διπλό τσεκούρι
    ντιουντιούκα = τσαμπούνα, μακριά σφυρίχτρα με οξύ ήχο, μτφ αποτυχία,πέος
    ντιουντιούκας = χαζοχαρούμενος
    ντιούντιους = θείος
    ντιρλικώνου-ουσα = γεμίζω το στομάχι, καλοτρώγω
    ντιρλινίσιου = χειμωνάτικο μούσμουλο
    ντιρλιντίζουμι-ίσκα = βολεύομαι σε μια μεριά
    ντουβαρτζής = μικρός ποντικός των τοίχων
    ντούζκους-κα = ίσιος-ίσια
    ντουιντίζου-ζουμι-ίσκα = ισιάζω, τακτοποιώ
    ντουκάν = δοκάνη
    ντουκανόπιτρα = δοκανόπετρα
    ντουλάπ = ντουλάπι-α
    ντούμπλα-ις = πεντόλιρο
    ντουμπόλα = ξύλινος πατροπαράδοτος βουτυροεξαγωγέας
    ντουμπουλνώ = χειρίζομαι το βουτυροεξαγωγέα
    ντούρα = σφυρίχτρα εργοστασίου για την έναρξη και λήξη εργασίας
    ντουσιουντζμένους = μετανοιωμένος
    ντριμόν = σιδερένιο κόσκινο