Κορνοφωλιά - Αρχαιολογικά ευρήματα Κορνοφωλιά - Αεροφωτογραφία Καιρός
  Αρχή σελίδας » Κατάλογος » Λεξικό ... Ορισμός Αρχικής Σελίδας  |  Προσθήκη στα Αγαπημένα
    - Λίγα λόγια
    - Επικοινωνία
    Νέα
    Ανακοινώσεις
    Το ΒΗΜΑ του Κορνοφωλιώτη
    Γενικά στοιχεία
    Πολιτιστικός Σύλογος
    Ιππικός Όμιλος Κορνοφωλιάς
    Αρχαιολογικά ευρήματα
    Τοπωνύμια
    Εκκλησία
    Μοναστήρι
    Ποδοσφαιρική Ομάδα
    Καφενεία
    Ταβέρνες
    Τόποι αναψυχής
    Καλλιέργιες
    Έβρος ποταμός
    Τραγούδια για την Κορνοφωλιά
    Βιβλιογραφία
    Λεξικό ...
    Χρήσιμα τηλέφωνα
    Μ - ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΩΤΙΚΑ κατά του Γκαμανούδ Σωκράτη Παπαδόπουλο



    μάγγανους = βαρούλκο
    μάγκανας = μεγάλο και επίφοβο σκυλί 
    μαγκανίζου = διαμαρτύρομαι με μουρμουρητά
    μαγκανιόμι-ίσκα = παραμιλώ,γκρινιάζω, λέγοντας θυμωμένα ακαταλαβίστικα πράματα
    μαγκαφάς = νέος αργόσχολος, με όχι καλή την έξωθεν μαρτυρία
    μαγκαφάς = μαγκούφης
    μαγκούτα = κώνειο
    μαϊμάρς = κύριος και εκπαιδευτής μαϊμούς
    μαϊνάρα = σαν όρθια φοβισμένη αρκούδα, σούζα
    μακαράς = καρούλι
    μακρυναρί = συνήθως σε όργωμα χωραφιού το μήκος
    μαλόρουκα = ρόκα μαλλιού
    μαμαλίκα = μτφ κάτι που επωφελούμαστε, απροσδιόριστο όφελος, φαγητό 
    μάμουρας = ζωύφιο, συνήθως μαύρο κολεόπτερο του εδάφους
    μάναχα = μόνο
    μαναχός = μόνος
    μανίκ = κάζος, νίλα, μτφ (άστο να μη το γράψω…)
    μάνταλους = ασφάλιστρο πόρτας
    μαντζάνις = τσαμπούνες των κρεμμυδιών
    μαντζαφλάρα = ευμεγέθες αρσενικό γεννητικό όργανο που κρέμεται πέρα δώθε
    μαντιάκ = μικρό σκυλί, φύλακας του σπιτιού, που γαυγίζει συνέχεια
    μαντλάς = χορευτής με μαντήλι,επιστρέφων αποτυχημένος, άπρακτος
    μαντράχαλους = ψηλός χοντροκομμένος και άχαρος νέος ή άντρας
    μαξούλ = σοδειά
    μάξους = επίτηδες
    μαραγκιάζου-σμένους = μαραίνω-μαραμένος
    μαριά = ηλικιωμένη στείρα προβατίνα 
    μαρκαλιόμι-λήθκα = μηρυκάζω, αναμασώ
    μαρμάγκαλους = ζωύφιο που προξενεί φόβο
    μαστάρ = γαλακτοφόρος αδένας ζώου
    μαστραπάς = μεταλλικό (αλουμινένιο) ποτήρι με χερούλι, για νερό
    ματζιούν = μαλακή καραμέλα, αλλά και φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα
    μάτρα = μεταλλικό παγούρι
    ματραχούκα = το ανδρικό γεννητικό όργανο (σκωπτικά)
    ματσαράγκα = κατεργάρης,μτφ μάρκα μ΄έκαψες
    ματσιαλ(ν)ώ-λτσα = μασώ
    ματσούδ = γατάκι
    μάτσους = γάτος
    μαυραντζάς = διασκεδαστικό παιχνίδι με τραπουλόχαρτα
    μαυρουχαρχαλιασμένους = σε κακά χάλια σαν καταπονημένος από πείνα
    μαχμούρς = τεμπέλης, βαρυεστημένος
    μέλτσα = μέλισσα
    μέστια = χειροποίητο πλεκτό προστατευτικό των καλτσών, αντί παντουφλών
    μηκύκια = λουκουμάδες
    μηλιάνου = συνηθισμένο χαϊδευτικό όνομα αγελάδος
    Μήτης = Δημήτρης
    μιζαβίρς = συκοφάντης, ρουφιάνος
    μινίκ = σκυλάκι μινιατούρα, φύλακας σπιτιού
    μιντέρα = στρώμα γεμισμένο με χόρτα ή άλλο φυτικό προϊόν
    μισάλα = ύφασμα που σκεπάζανε τα άψητα ή ψημένα ψωμιά
    μισκίν(τ)ς = σιχαμερός
    μιταλλίκια = κέρματα,αξία σε …
    μιτζμένους = μεθυσμένος
    μνήματα = νεκροταφεία
    μνίκακας = ο συνεχώς ασχολούμενος με το γυναικείο φύλο και ενεπιτυχώς συνήθως
    μόδους = τρόπος
    μοίρα = κομμάτι κρέατος, τσιτσίκα
    μολ-μόλια = μικρό κομματάκι-μικρά κομματάκια-θρίμματα
    μόλτσους = σκόρος
    μούκια = το παιχνίδι μπίκος
    μουλάς = χαρακτηρισμός σκανδαλιάρη εξυπνάκια πιτσιρίκου
    μουλεύου-μόληψα = μολύνομαι, μτφ. παρασύρομαι
    μουλέφα = παμπόνηρος, εξυπνάκιας, καταφερτζής, διαολάκος
    μουλντουβάντς-βαναίοι = κακοποιό στοιχείο, αληταρία
    μουλουγώ-μουλόησα = διηγούμαι
    μουνίστ = τρυπημένη χάντρα ζώων
    μουρά = μουριά
    μουρμουλίκ = μικροπαίχνιδο, μορμόλης, ναζιάρικο παιδάκι σα γατάκι
    μουρνταρεύου = λερώνω
    μουρούνα = το ψάρι οξύρυγχος
    μούρτζιους = αυτός που έχει άπλυτο πρόσωπο με κηλίδες, βρωμιάρης
    μουσιαφέζκου = λεπτοκαμωμένο
    μουσιούρτου = γυναίκα που τριγυρνάει πολύ στους δρόμους
    μουσλούκ = φορητός νιπτήρας παλαιού τύπου
    μουσμουλεύουμι = χρονοτριβώ, χασομερώ
    μουσμουλιά = κορομηλιά
    μουσ-μουσ = φώναγμα γάτας
    μουστηρής = υποψήφιος αγοραστής
    μουτρίτς = ωτομοτρίς
    μούτσινους = μικρός
    μούτσκους-ια-ιου = μικρός-ή-ό
    μουχάν = φυσερό σιδηρουργείου
    μουχόζκου = γλυκόξινο προς το νόστιμο
    μπάγκους = ο σιδηρόδρομος
    μπάγκουτζής = σιδηροδρομικός υπάλληλος
    μπαγλαρώνου-ουσα = δένω σφιχτά ζώο ή άνθρωπο για τιμωρία και να μη φύγει
    μπαγ-ρ-ντίζου-ρτσα = φωνάζω από από πόνο ή θλίψη
    μπαζντραβίτσα = καλοήθες ογκίδιο στο δέρμα των χεριών
    μπαϊλντώ -τσα = αποκάμνω
    μπάλα = δεμάτι χόρτου, άχυρου
    μπαμπαλιόρα = κάτι πολύ μεγάλο. Μπαμπαλιόρις(κουλούρια) τ΄Μίχου
    μπαμπόγρια = επιτιμιτικό γριάς
    μπάμπου = γιαγιά,  Χριστουγεννιάτικο παραδοσιακό φαγητό
    μπαμπούρα = πήλινο τσουκάλι
    μπαμπούρα = πήλινο τσυκάλι για βράσιμο φαγητού
    μπαμπούρου = αυτή που έχει κατασκευή σα μπαμπούρα
    μπαμπτζιώρου = επιτιμιτικό γριάς
    μπάντης = αδελφός
    μπαρσάκα = μεγάλη κοιλιά
    μπασαμάκα = κοιλιά
    μπασιάκ = κουκουνάρα καλαμποκιού
    μπασιαρντώ-ρτσα = πετυχαίνω
    μπαστ-ρ-ντώ = στριμώχνω κάποιον και τον αρχίζω στις φωνές ή στο ξύλο
    μπατζάρα = τυρόψωμο
    μπατζιάς = καμινάδα
    μπα-τ-ρ-ντώ----ρτσα = βουλιάζω, πάει μέσα η επιχείρηση
    μπάτσαρους = σκιάχτρο, κακή ζωγραφιά ανθρώπου
    μπέμπινας = κούρκος, ψευτογόης, παινεσιάρης ψευτογαμπρίζων
    μπέτκους = άσχημος
    μπιζιρνώ-έρσα = βαρυέμαι
    μπίζους = μεγάλη χρυσόμυγα, κολεόπτερο
    μπιλιαγράτσα-τσι = απόκαμα-εξουθενώθηκε
    μπιλούκ = κοπάδι
    μπιμπέτας = βρόμικος χαρακτήρας, μπαμπέσης ερωτύλος χαρακτήρας
    μπιμπίν(α) = κούρκος,χαμηλής νοημοσύνης, άβουλος
    μπιμπιρίτσα = βρεγμένο ψωμί με λάδι, αλάτι και ρίγανη
    μπινάς = οικοδομή, κτίριο, οικοδόμημα αγροτικής περιοχής
    μπιντέν-ια = γυναικείο μαύρο φόρεμα ηλικιωμένων γιαγιάδων
    μπιντρίκα = μία δόση μαλλιού, ένα γέμισμα μαλλόρουκας για γνέσιμο
    μπιρζάφκου = δύσκολο
    μπιρμπιτσίνια = κρεμαστές πρωτομουρόβεργες
    μπιρντές = κουρτίνα, παραβάν
    μπιτζμένους = τελειωμένος
    μπιτιούνκου = ολόκληρο
    μπιτσιανάκια (τα) = γονατιστά
    μπιτσιανώ = βαδίζω στα γόνατα, μπουσουλώ
    μπλάνα = αρμαθιά (μπλάνα ψαριών, μανιταριών, κλπ)
    μπλιούγκα = λακκούβα με νερό
    μπλούντα = κάμπια
    μπλούσναρους = κισσός
    μπόκας = αρσενικό έφηβο μασχάρι
    μπόμ-μπους = μεταλλική μπίλια
    μπόπτσιανους = στομάχι πουλιού
    μπόσκους = ελαφρόμυαλος, ο έχων λάσκα, τζόγο
    μπου(ν)τζούκα = κοιλιά
    μπουγάζ (το) = το προφυλακτικό στόμιο του πηγαδιού, δίαυλος
    μπουγάς = επιβήτορας μόσχος
    μπουζάτου = κάτασπρο
    μπουϊατζής = βαφέας
    μπουιατζής(πουλί) = χαλκοκουρούνα
    μπουκουβάλα = πατημένο με τυρί ψωμί
    μπούλα = αδελφή
    μπουλαμάτσου = παχουλή, χοντροκομμένη
    μπουλαντώ-ντσα = χορταίνω, βαρυέμαι
    μπουλαστώ = αρχίζω, περιλαβαίνω κάποιον στα λόγια ή στο ξύλο
    μπουλγκούρ = μπληγούρι
    μπουμπνώ-μπουμπούνξα = καταφέρνω χτύπημα, βροντώ την πόρτα, πετάω κάτι κάτω
    μπουμπόλ = στρογγυλή καραμέλα,σβώλος, όρχις
    μπουμπότα = καλαμποκόψωμο
    μπουντέκου = άσπρη αγελάδα
    μπουραζάνα = ντιουντιούκα,αυτοσχέδια σφυρίχτρα από κρεμμυδοτσαμπούνα
    μπουρλιά = αρμαθιά φύλλων καπνού συνήθως
    μπουρμπουτούνα = μεγάλη φωτιά
    μπουρντζμένους = ευνουχισμένος
    μπουρντίζου = ευνουχίζω
    μπουρσούκ = ασβός
    μπουσιαντώ-ντσα = ξελασκάρω
    μπουσμπόλ = ψίχουλο, τρίμμα
    μπούφους = χοντροκέφαλος, βλάκας, χαζός
    μπουχέσου = ανεπρόκοπη, αχαΐρευτη,χοντρομπαλού
    μπουχνιασμένου = αρπαγμένο φαγητό, κυρίως τυρί(αναμμένο)
    μπουχτσιάς = μπόγος ρούχων, κοντόχοντρος άνθρωπος
    μπράνα = είδος ποταμόψαρου, ή μπριάνα αλλού
    μπράτμους = ο επί της εθιμοτυπίας στο γάμο
    μπραχάλα = αμάκα
    μπρέντα = πολεμικό όπλο των ΤΕΑτζήδων
    μπρικ = μπρίκι
    μπρουσνέλα = αρχηγία, ο οδηγών ανθρώπινο πλήθος
    μσουδ = μισή δραχμή
    μσουχουρούδ = η δεύτερη μικρή πλατεία του χωριού
    μτάρια = εξάρτημα αργαλειού για το σχέδιο της ύφανσης
    μυδαλιά = αμυγδαλιά