Κορνοφωλιά - Αρχαιολογικά ευρήματα Κορνοφωλιά - Αεροφωτογραφία Καιρός
  Αρχή σελίδας » Κατάλογος » Λεξικό ... Ορισμός Αρχικής Σελίδας  |  Προσθήκη στα Αγαπημένα
    - Λίγα λόγια
    - Επικοινωνία
    Νέα
    Ανακοινώσεις
    Το ΒΗΜΑ του Κορνοφωλιώτη
    Γενικά στοιχεία
    Πολιτιστικός Σύλογος
    Ιππικός Όμιλος Κορνοφωλιάς
    Αρχαιολογικά ευρήματα
    Τοπωνύμια
    Εκκλησία
    Μοναστήρι
    Ποδοσφαιρική Ομάδα
    Καφενεία
    Ταβέρνες
    Τόποι αναψυχής
    Καλλιέργιες
    Έβρος ποταμός
    Τραγούδια για την Κορνοφωλιά
    Βιβλιογραφία
    Λεξικό ...
    Χρήσιμα τηλέφωνα
    Π - ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΩΤΙΚΑ κατά του Γκαμανούδ Σωκράτη Παπαδόπουλο



    παγκήρ = πανήγυρις
    παγκηρτζιάζιους = του πανηγυριού, μτφ ακριβοπληρωμένη υπηρεσία ή προϊόν
    παγουνιέρα = ψυγείο με πάγο, κρύα γυναίκα
    παλαμαρά = ξύλινη παλάμη για το θέρισμα σιτηρών
    πάλιαγκας = αράχνη
    παλιαγκιρίσιους = πολύ παλιός
    παμμήτια = αρχαία ποικιλία κοκκινων σταφυλιών
    παναθύρ = παράθυρο
    παξάδ = πάθημα
    παπαδίτσα = πασχαλίτσα
    παπαδκά (τα) = ειδική εισφορά για αμοιβή του παπά
    παπαλάκια = παιδικά μέστια
    παπάρα = νερουλό φαγητό με τριμμένα κομμάτια ψωμιού
    παπάρα = το άροτρο
    παπάρας = σαχλαμαράκιας, αυνανισμένος…
    παπαρδέλας = αερολόγος, αυτός που λέει μπούρδες
    παπαρδέλις = αερολογίες, μπούρδες
    παπάρι = όρχις
    παπαριά = κουτουράδα, ανοησία, ανόητη πράξη, χαζή κουβέντα
    παπατζής (επί ανθρώπου) = ανυπόληπτος, αφερέγγυος
    παπατζής(πουλί) = κεφαλάς
    παπλαγκίδα = φουσκάλα
    παπουδιασμένους = σουφρωμένος σαν φασόλι παπούδι
    παππούδια = μισοβρασμένα άσπρα φασόλια, πιάζ
    παραδάγκαλου = καλοήθης όγκος
    παραμάρτς = παρέβριος περιοχή
    παραμάσχαλα = υπό μάλης
    παραπάγκους = ο πάνω από το Διδυμότειχο Εβρίτης
    παρλαντίζου,παραλάτσα = ξεσκίζω κάτι, κουράζομαι πολύ, καταστρέφω
    παρμάκια = οι ακτίνες καροτροχού
    παρπαλιόμι-λήθκα = χτυπιέμαι σαν πουλί
    παρστιά = το πρόσθιο μέρος στην εστία, τζάκι
    πασαλείφουμι-φκα = πασαλείβομαι
    πασαλμένους = πασαλειμμένος
    πασπατεύου-ιψα = ψάχνω στα τυφλά με τα χέρια, χαϊδεύω πονηρά
    παστός = παστωμένο ζωικό λίπος
    παστρεύου-ιψα = καθαρίζω
    παστρικός-ιά-ό = καθαρός-ή-ό
    πατέκα = μονοπάτι
    πατίθρα-ις = τα υποπόδια του αργαλειού που έλκουν τα μυτάρια
    πατίκια = ανδρικά πρόχειρα χαμηλοπάπουτσα
    πατιρντί = εορταστικός οργασμός, μεγάλη φασαρία, άναρχος καυγάς
    πάτκα = πάπια
    πατλαγκούτς = σκωπτικά μικρομηχάνημα για εργασία πάνω από τις δυνατότητές του
    πατλάκις = σκαστερά καλαμπόκια, ποπ-κορν
    πατλακώ-κσα = σκάζω από υπερβολικό φούσκωμα
    πατλανγκούτσ = παιγνίδι εκτόξευσης κεδρομπόμπολων με αεροσυμπίεση
    πατλατζιάνις = μελιτζάνες
    πατλιά = πατημασιά
    πατόζα = αλωνιστική μηχανή
    πατουμπούκαλου = μπουκάλι με χοντρό κοίλο πάτο
    πάτσα = χτύπημα παλάμης στο μάγουλο
    πατσιαβούρ,-α = πανί καθαρισμού λεκέδων ή βρωμιάς, βρωμιάρης,ανήθικος
    πατσιάς = λαιμός
    πατσιούδς = γόπα τσιγάρου
    πέγκα = τελεία
    πέκια = εξωτερικός ξύλινος πάγκος καθημένων σε καφενείο
    πέργουλα = αγριοστάφυλλα με βαθύ κόκκινο χρώμα
    πέτνους = πετεινός
    πέτουρου = φύλλο πίτας, τραχανά κλπ
    πέτσα = δέρμα, φλούδα
    πιάγκους = η ρουλέτα
    πικραγκρούδ = πικράγκουρο
    πινακωτή = κατασκευή 5-6 θέσεων ζύμης ψωμιού μέχρι να φουσκώσει
    πιπκώνου-ουσα = αναποδογυρίζω
    πιργιάκουνου = ακόνι πριονιού
    πιργιόν = πριόνι
    πιρδίκ = πέρδικα, μτφ γιατρεμένος
    πιρδικλώνουμι-θκα = σκοντάφτω
    πιρδουκλιά = τρικλοποδιά
    πιρέτιου (του) = η φροντίδα, χρησιμοποιείται συνήθως για ασθενείς ή γέρους
    πιριττεύου κάποιον = φροντίζω κάποιον, περιποιούμαι
    πιρόν ή πιρούν = πηρούνι
    πιρπιρούνα = παπαρούνα
    πιρτσιά = νεανικό χτένισμα των μαλλιών προς τα πίσω
    πισμανεύου-ιψα = μετανοιώνω
    πιστρώνου  = στρώνω τραπέζι για φαγητό
    πιστρώνουμι-θκα = παίρνω θέση στο τραπέζι, αραδιάζομαι
    πιταλιά = πλατύ αλευρωμένο αρτοποίημα σα λαγάνα,σαν πιτούλα
    πιταρούδ = στο στάδιο που ετοιμάζεται (μπορεί) να πετάξει ένα πουλάκι
    πιτιόρα = προτύτερα
    πιτμέζ = πετιμέζι
    πιτναρούδ = πετεινάρι
    πιτρίτσα = ομαδικό παιχνίδι δύο ομάδων με μπάλα και πέτρα σε κύκλο
    πιτσαλίδα = λεπτή φλούδα, λεπτή πέτρα
    πιτσί = δέρμα
    πίτσκου = σκανδαλιάρικο πιτσιρίκι, τζαναμπέτικο, αγενές
    πλακίδα = νεαρή κότα
    πλιακανουμάτς = αυτός που από τικ ανοιγοκλείνει τα μάτια
    πλιακανώ-ντσα = χτυπώ, ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα
    πλιατσκανώ-ντσα = χτυπώ και τσούζει ή βρεγμένη επιφάνεια ή με βρεγμένο χέρι
    πλιατσκουμένους = καταπλακωμένος, στραπατσαρισμένος από καταπλάκωμα
    πλιατσκώνου-κουσα = στραπατσάρω κάτι πατώντας το, στραπατσάρω
    πλιμάτ = δίχτυ
    πλός = πηλός
    πλουκός = πλοκός, πλεγμένος ξύλινος φράχτης
    πλόχειρου = φούχτα (επί ποσότητας)
    πνακ = πιάτο
    πνακουτή = εκεί βάζουν το ζυμωμένο ψωμί μέχρι να το φουρνίσουν
    πουγάλια = σιγά
    πουδάρ = πόδι
    πουδένω-ουμι-πουδέθκα = βάζω κάλτσες και παπούτσια
    πουλιουμώ-ιόμσα = προσπαθώ, αγωνίζομαι
    πουλ-πουλ-πουλ = φώναγμα αρνιθιών
    πουράντς = πρόωρος υψηλόσωμος άμυαλος και άγαρμπος
    πουρδαλάς = φοβιτσιάρης
    πουρτσαλ(ν)ώ-λτσα = πιτσιλίζω
    πούρτσιους = τράγος
    πουσιουρτή = λιπαρό χοιρινό πατέ με τσιγαρίθρες,κρέας και λίγδα
    πουσπουρίζου = ψιθυρίζω
    πους-πους = ψιθυριστά
    πούτκα-αρος = αιδοίον-μεγάλο αιδοίον
    πουτούρ = πολύ στενό παντελόνι
    πόχα = δικτυωτό σύρμα για φράξιμο περιβολιών
    πόχα = φίμωτρο αγελάδος
    πρατσ΄ρ = χαρακτηρισμός άτσαλης πτώσης
    πρατσανώ-ντσα = πέφτω κάτω
    πρέκνα = φακίδα
    πρόλουγκας = μικρό αυγό, συνήθως αυγό πλακίδας
    προυγκίδια = σιδερένιες βεργούλες για το στήσιμο πανιού αργαλειού
    προυγκώ-πρόγκσα = διώχνω πτηνά φοβερίζοντάς τα
    προυσφόλ = παραπλανητικό κλούβιο αυγό στη φωλιά
    προυτόψουμου = μτφ κάποιος που πετάγεται απρόσκλητος σε κουβέντα άλλων
    πσκέφαλου = μαξιλάρι
    πστέβου-πίστιψα = πιστεύω
    πυρουστιά = μεταλλικός τρίποδας πάνω από τη φωτιά 
    πυρώνου-πύρουσα = ζεσταίνω
    πχιάγκους = ρουλέτα(παιζόταν στο πανηγύρι)